- ὀπαδοί
- ὀπᾱδοί , ὀπηδόςattendantmasc/fem nom/voc pl (doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ευνομιανοί — Οπαδοί της χριστιανικής αίρεσης του 4ου αι., που ξεκίνησε από τον Ευνόμιο (βλ. λ.), σε συνέχεια της αίρεσης του αρειανισμού (βλ. λ. Άρειος). * * * Eὐνομιανοὶ και Εὐνόμιοι, οἱ (ΑΜ) αιρετικοί, οπαδοί τής ακραίας αρειανικής μερίδας τού Ευνομίου, που … Dictionary of Greek
σοσιαλεπαναστάτες — Οπαδοί ρωσικού κόμματος, που ιδρύθηκε το 1900 από τον Τσέρνοφ. Το κόμμα προερχόταν από τις τάξεις του ρωσικού σοσιαλισμού, του οποίου υιοθέτησε το πρόγραμμα και την τρομοκρατική δράση του. Οι σ. έστρεψαν ταυτόχρονα την προσοχή τους στους αγρότες … Dictionary of Greek
Αβελιανοί ή Αβιλιανοί ή Αβελίτες — Οπαδοί ενός χριστιανικού ρεύματος (αίρεσης), που εμφανίστηκε στη βόρεια Αφρική τον 3ο αι. Για το ρεύμα αυτό γράφει μόνο ο Ιερός Αυγουστίνος, που, ως επίσκοπος Ιππώνος (βόρεια Αφρική), γνώριζε τους αιρετικούς της περιοχής του. Οι Α. οφείλουν το… … Dictionary of Greek
Αγριππίνοι ή Αγριππινιανοί — Οπαδοί του επισκόπου Καρχηδόνας Αγριππίνου (3ος αι. μ.Χ.). Σύμφωνα με τη διδασκαλία του, οι χριστιανοί που έτυχε να δεχτούν το πρώτο τους βάπτισμα από αιρετικούς, έπρεπε να ξαναβαπτιστούν, προκειμένου να γίνουν δεκτοί στους κόλπους της εκκλησίας … Dictionary of Greek
βογόμιλοι — Οπαδοί χριστιανικής αίρεσης, η οποία εμφανίστηκε στη Βουλγαρία τον 10ο αι. και έλαβε την ονομασία της από τον εμπνευστή της, ιερέα Βογομίλ. Οι ρίζες της, όπως και άλλων χριστιανικών αιρέσεων, θα πρέπει ίσως να αναζητηθούν στον μανιχαϊσμό της… … Dictionary of Greek
Εσσαίοι ή Εσσηνοί — Οπαδοί ενός από τα κυριότερα θρησκευτικά ρεύματα που αναπτύχθηκαν στον εβραϊκό κόσμο πριν από την εμφάνιση του χριστιανισμού· είναι γνωστοί από πληροφορίες που δίνουν ο Φίλων, ο Φλάβιος Ιώσηπος και ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος. Σήμερα πιστεύεται ότι… … Dictionary of Greek
ησυχαστές — Οπαδοί θρησκευτικού μυστικιστικού κινήματος στο Βυζάντιο (14ος αι.). Επιδίωκαν –μέσω της απόλυτης συγκέντρωσης και της προσευχής– να περιπέσουν σε έκσταση και να επικοινωνήσουν με τον Θεό. To κίνημα αυτό, που αναπτύχθηκε κυρίως στο Άγιον Όρος,… … Dictionary of Greek
ιωτακιστές — Οπαδοί της άποψης, σχετικά με την απαγγελία των αρχαιοελληνικών κειμένων, ότι η ορθή προφορά του αρχαίου η είναι με το φώνημα ι. Βλ. λ. Έρασμος … Dictionary of Greek
καρλιστές — Οπαδοί ενός πολιτικού κινήματος στην Ισπανία του 19ου 20ού αι., του καρλισμού, που υποστηριζόταν από τον συντηρητικό κλήρο, τους αριστοκράτες και μια κατηγορία ανώτατων αξιωματικών. Αρχικά αυτή την ονομασία έφεραν οι υποστηρικτές του Δον Κάρλος… … Dictionary of Greek
Κενωτικοί — Οπαδοί λουθηρανικής αίρεσης του 17ου αι. Προήλθε από τη διαμάχη των θεολόγων του πανεπιστημίου Γκίσεν με τους ομολόγους τους του πανεπιστημίου Τίμπιγκεν. Οι τελευταίοι πίστευαν ότι ο Χριστός είχε κρύψει τις θεϊκές ιδιότητές του κατά την… … Dictionary of Greek